διαθλᾶται

διαθλᾶται
διαθλάω
break in pieces
pres subj mp 3rd sg
διαθλάω
break in pieces
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… …   Dictionary of Greek

  • αδιάθλαστος — η, ο [διαθλώ] (συνήθως για τις ακτίνες τού φωτός) αυτός που δεν διαθλάται …   Dictionary of Greek

  • διαθλαστικός — ή, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να διαθλάται 2. αυτός που προκαλεί διάθλαση («διαθλαστικό πρίσμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξαβέριο Λάνδερερ] …   Dictionary of Greek

  • διαθλαστός — ή, ό 1. αυτός που είναι ικανός να διαθλάται ή υπόκειται σε διάθλαση 2. το ουδ. ως ουσ. το διαθλαστόν η διαθλαστικότητα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαθλώ Ι. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] …   Dictionary of Greek

  • Κερ, Τζον — (John Κerr, Γλασκόβη 1824 – 1907). Σκοτσέζος φυσικός. Σπούδασε αρχικά θεολογία και αργότερα δίδαξε μαθηματικά στην πατρίδα του, ενώ συνεργάστηκε στενά με τον Τόμσον. Έγινε διάσημος στον τομέα της ηλεκτρομαγνητικής για τις ανακαλύψεις του, οι… …   Dictionary of Greek

  • Μπασάνο — I (Bassano). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Κορσικανών φιλελλήνων. 1. Αντόνιο (; – Ναύπλιο 1836). Όταν άρχισε η Ελληνική Επανάσταση ήρθε στην Ελλάδα και διορίστηκε διοικητής μικρού πολεμικού στόλου στον Αμβρακικό και στον Κορινθιακό κόλπο.… …   Dictionary of Greek

  • αδιάθλαστος — η, ο (φυσ.), αυτός που δε διαθλάται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”